- πολυγνωμοσύνη
- πολυγνωμοσύνηdepth of knowledgefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυγνωμοσύνη — ἡ, Α [πολυγνώμων] η κατοχή πολλών γνώσεων, η πολυμάθεια … Dictionary of Greek
πολυγνωμοσύνην — πολυγνωμοσύνη depth of knowledge fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)